σούπα

σούπα
η суп;

σούπα με κρέας — мясной суп;

κουτάλι σούπας — столовая ложка


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "σούπα" в других словарях:

  • σούπα — η, Ν 1. ρευστό φαγητό ή ζωμός 2. μτφ. (για πρόσ.) μεθυσμένος 3. φρ. «έγινε σούπα» (συν. σχετικά με ρούχο) φορέθηκε πολύ, παραφορέθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. zuppa] …   Dictionary of Greek

  • σούπα — η (λ. ιταλ.), είδος φαγητού: Κράτησετο κεφάλι του ψαριού για να το κάνει σούπα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Σουηδία — Κράτος της Βόρειας Ευρώπης μεταξύ της Φινλανδίας και της Νορβηγίας.H Σουηδία (Konungariket Sverige) είναι η μεγαλύτερη από τις σκανδιναβικές χώρες. Tα σύνορά της, που καθορίστηκαν μόνιμα με το Σύμφωνο της Bιέννης (1815), ορίζονται φυσικά από την… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • ζύμη — η (AM ζύμη) όξινο φύραμα αλευριού το οποίο, όταν αναμιχθεί με μεγάλη μάζα αλευριού και νερού, προκαλεί τη ζύμωσή της, προζύμι, μαγιά νεοελλ. 1. το μίγμα από αλεύρι και νερό, το ζυμάρι 2. μτφ. το ψυχικό φύραμα κάθε ατόμου, η μάζα τών ψυχικών του… …   Dictionary of Greek

  • σουπίτσα — (I) η, Ν [σούπα] (υποκορ. τ.) ελαφρά ή λίγη σούπα. (II) η, Ν ζωολ. κοινή ονομασία τών κεφαλόποδων μαλακίων τού γένους σηπιόλη …   Dictionary of Greek

  • σουπιάζω — Ν [σούπα] γίνομαι νερουλός σαν σούπα …   Dictionary of Greek

  • χελωνόσουπα — η, Ν σούπα με κρέας χελώνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χελώνα + σούπα] …   Dictionary of Greek

  • ψαρόσουπα — η, Ν σούπα από ψάρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψάρι (Ι) + σούπα] …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»